θέλοιμ'

θέλοιμ'
θέλοιμι , ἐθέλω
to be willing
pres opt act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • CERNERE veterib. Latinis — idem quod decernere postmodum, i. e. dimicare. Aliquando cum casu, ut Cernere bellum apud Poetam Latinum, cuius meminit Seneca, Ep. 58. Cernere vitam, in versibus Ennianis: quod Euripides in Medea dixit, ὡς τρὶς ἂν παῤ ἀσπίδα ςτῆναι, θέλοιμ᾿ ἂν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… …   Dictionary of Greek

  • τυγχάνω — ΝΜΑ, και τυχαίνω Ν 1. αξιώνομαι να αποκτήσω κάτι, απολαμβάνω κάτι, πετυχαίνω κάτι (α. «έτυχε μεγάλου σεβασμού» β. «έτυχε μεγάλων τιμών» γ. «οἴκτου τυχεῑν», Αισχύλ. δ. «ἐπιμελείας τυχεῑν», ΚΔ) 2. συναντώ κάποιον τυχαία (α. «τόν έτυχα προχθές στον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”